Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῆς κατηγορίας

  • 1 απαλλάσσω

    απαλλάττω (αόρ. απήλλαξα) μετ. освобождать, избавлять;

    απαλλάσσω της φορολογίας — освобождать от налога;

    απαλλάσσω της κατηγορίας — снимать обвинение, оправдывать;

    απαλλάσσω της ποινικής διώξεως — прекращать уголовное преследование;

    απαλλάσσω των καθηκόντων — увольнять, отстранять от работы; — давать отставку;

    απαλλάσσω της στρατιωτικής υπηρεσίας — освобождать от воинской обязанности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απαλλάσσω

  • 2 ανωμαλια

        ион. ἀνωμᾰλίη ἥ
        1) неровность
        

    (ὁδοῦ, τόπων Polyb.; τῶν ὀχθῶν Plut.)

        2) неравномерность
        

    (κινήσεως Arst.)

        3) неравенство
        

    (κτήσεως Arst.; τύχης Diod.)

        4) запутанность, нескладность
        5) беспорядочность, расстроенность
        

    (ἀ. καὴ ταραχή Isocr.)

        6) непостоянство, неустойчивость
        

    (τῆς φύσεως Polyb., τῆς συνηθείας Plut.)

        7) неодинаковость, неоднородность
        

    (φωνῆς Arst.)

        8) отклонение, неправильность
        9) грам. неправильность формы, аномалия Gell.

    Древнегреческо-русский словарь > ανωμαλια

  • 3 απαλλαγή

    η освобождение, избавление;

    απαλλαγή από της φορολογίας — освобождение от налогов;

    απαλλαγή από της στρατιωτικής θητείας — освобождение от воинской обязанности;

    απαλλαγή από των καθηκόντων — увольнение;

    απαλλαγή από της κατηγορίας — снятие обвинения, оправдание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απαλλαγή

  • 4 ανατροπή

    η
    1) опрокидывание, переворачивание; 2) перен. опрокидывание (доводов); срыв, провал (планов);

    ανατροπή της κατηγορίας — опровержение обвинения;

    3) отмена, аннулирование, ликвидация;
    4) свержение, переворот

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανατροπή

  • 5 εκτός

    επίρρ.
    1) β рази. знач вне; за пределами;

    εκτός της οικίας — вне дома;

    εκτός της πόλεως — вне города;

    εκτός συναγωνισμού — вне конкуренции;

    εκτός κινδύνου — вне опасности;

    εκτός βολής — вне досягаемости;

    εκτός αμφιβολίας — вне сомнения, без сомнения;

    εκτός νόμου — вне закона;

    εκτός πάσης υποψίας — вне всякого подозрения;

    εκτός κατηγορίας — невиновный;

    εικών εκτός κειμένου — приложенная к книге иллюстрация;

    εκτός τιμής — бесчестный, подлый, низкий;

    ο εκτός — внешний;

    ο εκτός κόσμος — объективный мир;

    2) кроме, исключая;

    εκτός από το ψωμί — кроме хлеба;

    εκτός του Πέτρου — кроме Петра; — за исключением Петра;

    απώλεσε το πάν εκτός της τιμής του — он потерял всё, кроме своей чести;

    § εκτός άν, εκτός εάν — или, εκτός μόνον άν — если только не..., разве только...;

    θα έρθω, εκτός άν αρρωστήσω — я приду (обязательно), если только не заболею;

    θα έρχομαι κάθε μέρα, εκτός εάν δεν θέλεις — я буду приходить к тебе каждый день, если только ты не возражаешь;

    εκτός τούτου — кроме того;

    εκτός πού — или εκτός (τού) ότι... — кроме того, что...; — мало того, что...;

    εκτός πού είναι μακρυά, είναι και πολύς ανήφορος — мало того, что это далеко, ещё и подъём крутой;

    εκτός όταν — кроме того случая, когда;

    θα,δρχομαι κάθε μέρα, εκτός όταν βρέχει — я буду приходить к тебе каждый день, если не будет дождя;

    εκτός τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

    θέτω εκτός μάχης — выводить из строя; — лишать боеспособности;

    είναι εκτός εαυτού — он вне себя

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτός

  • 6 κατατιθημι

        (fut. καταθήσω; эп.: 1 л. pl. aor. 2 κάτθεμεν - 3 л. pl. κάτθεσαν, 1 л. pl. conjct. καταθείομεν = καταθῶμεν, inf. κατθέμεν; med.: 1 л. pl. aor. 2 κατθέμεθα, 3 л. dual. κατθέσθην, conjct. καταθείομαι = καταθῶμαι, part. κατθέμενος) тж. med.
        1) класть, складывать
        

    (τι ἐπὴ χθονός и ἐπὴ χθονί, ἐν ψαμάθῳ Hom.; τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον Xen.)

        2) (тж. κ. εἰς μέσον Eur.) ставить
        

    (κλισίην τινὴ παρὰ πυρί Hom.; τὸν κρατῆρα Eur.)

        3) med. ( снимая с себя) складывать
        

    (τὰ τεύχεα ἐπὴ γαίῃ, χλαῖναν ἐπὴ θρόνου Hom.)

        ἐν ἡσυχίᾳ καταθέσθαι τὸ σῶμα Plut.предаться отдыху

        4) med. снимать с себя
        

    (ζώναν Pind.; θοἰμάτιον Arph.)

        5) тж. med. класть на погребальное ложе или в могилу, хоронить
        

    (τὸν Λύσανδρον ἐν φίλῃ χώρᾳ Plut.; τινὰ ἐν μνημείῳ NT.)

        κατθέμενοι γοάοιεν Hom. — погребая (нас, они) рыдали бы

        6) med. откладывать (для себя), припрятывать, прятать
        

    (τι ἐπὴ δόρπῳ Hom.; πάντα βίον ἔνδοθι οἴκου Hes.; sc. σῖτον Lys.; θησαυροὺς ἐν τῷ οἴκῳ Xen.)

        7) переносить, помещать
        8) высаживать (на берег)
        9) прокладывать
        10) med. отправлять
        11) med. отправлять в качестве заложников
        12) помещать, заключать, сажать
        13) ( в качестве награды или приза) ставить, предлагать
        

    (ἄεθλα, λέβητα Hom.)

        14) выставлять (для всеобщего обозрения)
        15) med. слагать с себя
        

    (ἀρχήν, μοναρχίαν Plut.)

        16) (преимущ. с εἰς τὸ μέσον или εἰς τὸ κοινόν) предоставлять, передавать
        

    ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα Her. — передать персидскому народу управление государством;

        εἰς τὸ κοινὸν καταθεῖναι Plat.подвергнуть (что-л.) совместному обсуждению;
        εἰς τὸ ἴδιον καταθέσθαι τι ἑαυτῷ Xen.использовать что-л. в личных целях;
        τὸ αὑτοῦ ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Plat.делать свое дело общим достоянием

        17) med. откладывать в сторону, оставлять без внимания
        ἐν ἀμελείᾳ κ. τινά Xen.; — пренебрегать кем-л.

        18) med. прекращать
        

    (πόλεμον Thuc.; λόγους περί τινος Plat.; διαβολὰς καὴ κατηγορίας Plut.)

        θυμὸν κατάθου Arph. — уйми свой гнев;
        τῆς ξυμφορᾶς κατατιθεμένης Thuc. — уладив это столкновение;
        ἐπ΄ ἀργυρίῳ καταθέσθαι τέν πρός τινα ἔχθραν Plut.за деньги помириться с кем-л. (ср. 23)

        19) med. направлять
        20) вносить, платить, уплачивать
        

    (δέκα τάλαντά τινι Her.; δύο δραχμάς Arph.; μετοίκιον Lys.; ὄφλημα Dem.)

        τῇ δραχμῇ ἑκάστου μηνὸς ἐπωβελίαν κ. Plat.уплачивать ежемесячно с каждой драхмы один обол ( в виде процентов);
        τί τινος κ. τινι Arph.платить что-л. за что-л. кому-л.;
        ἃ δ΄ ὑπέσχεο, ποῖ καταθήσεις ; Soph.как исполнишь (досл. оплатишь) ты то, что обещал?

        21) отплачивать, возмещать
        

    κ. τινι χάριν Pind.отблагодарить кого-л.

        22) med. иметь право на возмещение, aor. заслужить
        εὐεργεσίαν ἔς τινα καταθέσθαι Thuc. и χάριν καταθήσεσθαί τινι Xen., NT. или πρός τινα Dem.оказать кому-л. услугу

        23) med. приобретать, стяжать
        

    (κλέος Her.; δόξαν Thuc.; φιλίαν παρά τινι Xen.)

        ἔχθραν πρός τινα καταθέσθαι Lys.навлечь на себя чью-л. вражду (ср. 18)

        24) вносить, заносить, записывать
        

    (τι εἰς μνήμην Plat.; εἰς βιβλίον Dem.)

        25) med. расходовать, употреблять

    Древнегреческо-русский словарь > κατατιθημι

См. также в других словарях:

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Νυρεμβέργη — (Nurnberg). Πόλη (486.400 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται στις όχθες του Πέγκνιτς, παραπόταμου του Μάιν στο κέντρο της μεγάλης λεκάνης της Μέσης Φραγκονίας που περικλείεται από τα υψώματα του Φρανκενχέε …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • κηφείδες — (Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»